- σφάκτρια
- σφάκ-τρια, fem. o σφάκτης,A priestess, Ael.Fr.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφάκτρια — ἡ, Α βλ. σφάκτης … Dictionary of Greek
σφάχτης — ο, ΝΜ, και σφάκτης, θηλ. σφάκτρια ΜΑ, και σφακτής Α [σφάζω] φονιάς, δολοφόνος νεοελλ. σφαγέας νεοελλ. μσν. οξύς πόνος στα πλευρά αρχ. το θηλ. ἡ σφάκτρια ιέρεια … Dictionary of Greek
σφάκτης — ὁ, θηλ. σφάκτρια, ΝΑ, και σφακτής Α βλ. σφάχτης … Dictionary of Greek